- διαβήτης
- I
(Ιατρ.). Όρος που αναφέρεται σε μια ετερογενή ομάδα παθολογικών καταστάσεων, που έχουν κοινό γνώρισμα την υπερβολική αποβολή ούρων. Ο όρος αναφέρεται συνήθως στον σακχαρώδη δ. που είναι και η πιο συχνή από τις καταστάσεις αυτές.Ο σακχαρώδης δ. είναι χρόνια συστηματική νόσος, που προσβάλλει άτομα που έχουν κληρονομική προδιάθεση και χαρακτηρίζεται από μεταβολική διαταραχή των υδατανθράκων, του λίπους και των πρωτεϊνών. Η συχνότητά της ποικίλλει στους διάφορους λαούς, ανάλογα με το βιοτικό τους επίπεδο. Η πάθηση συνδέεται στενά με τον παράγοντα διατροφή, τόσο ώστε κατά τις περιόδους πολέμου και σιτοδείας παρατηρείται σημαντική μείωση του αριθμού των διαβητικών. Ο βασικός μηχανισμός εκδήλωσης του σακχαρώδους δ. οφείλεται σε ελλιπή χρήση του σακχάρου από τους ιστούς· και επειδή η χρησιμοποίησή του αυτή εξαρτάται κυρίως από την ινσουλίνη, μπορεί να ειπωθεί ότι ο σακχαρώδης δ. οφείλεται σε ανεπάρκεια της ινσουλίνης. Η ικανότητα των διαβητικών να χρησιμοποιούν το σάκχαρο ποικίλλει από άτομο σε άτομο· έτσι υπάρχουν διαβητικοί στους οποίους διαπιστώνεται παντελής έλλειψη ινσουλίνης στο αίμα, διαβητικοί στους οποίους η έκκριση ινσουλίνης είναι ανεπαρκής στις στιγμές μεγαλύτερων απαιτήσεων (μεταγευματική περίοδος) και άλλοι στους οποίους υπάρχει ινσουλίνη σε φυσιολογική ποσότητα, αλλά η δράση της εμποδίζεται από περίσσεια ανταγωνιστικών παραγόντων. Όταν οι ιστοί δεν μπορούν να χρησιμοποιήσουν το σάκχαρο, αφαιρείται από τον οργανισμό η κύρια πηγή ενέργειας, με αποτέλεσμα ο ασθενής να παρουσιάζει συμπτώματα σωματικής και ψυχικής κόπωσης, απώλειας βάρους και έκπτωσης όλων των λειτουργιών του. Στις περιπτώσεις αυτές, το ποσό του σακχάρου στο αίμα αυξάνεται (υπεργλυκαιμία) και εμφανίζεται σάκχαρο στα ούρα (γλυκοζουρία). Όταν το άτομο δεν μπορεί να χρησιμοποιήσει το σάκχαρο, νιώθει ένα αίσθημα υπερβολικής πείνας (πολυφαγία) και αναγκάζεται να πάρει νέους υδατάνθρακες, που θα μείνουν και αυτοί αχρησιμοποίητοι· συγχρόνως ο οργανισμός δεν κατορθώνει να εναποθηκεύσει εφεδρική ενέργεια (ηπατικό γλυκογόνο) και προσπαθεί να παραγάγει ενέργεια με την καύση λιπών και πρωτεϊνών, δηλαδή από υλικά εφεδρείας και ουσίες που αποτελούν την κυτταρική ύλη. Σε αυτό οφείλεται η απώλεια βάρους των διαβητικών που δεν υποβάλλονται σε θεραπεία. Εκτός από αυτές τις συνέπειες, επειδή η χρησιμοποίηση του σακχάρου είναι ελλιπής, ούτε τα λίπη ούτε οι πρωτεΐνες καίγονται πλήρως· έτσι τα προϊόντα της ατελούς καύσης των λιπών (κετονικά σώματα ή οξόνη) συσσωρεύονται στο αίμα και προκαλούν αλλοίωση της φυσικοχημικής του ισορροπίας, την οξέωση. Αυτή είναι η πιο βαριά επιπλοκή του δ., που αν δεν αντιμετωπιστεί κατάλληλα οδηγεί σε διαβητικό κώμα και θάνατο.Τα συμπτώματα του δ. είναι η πολυουρία, με συνέπεια την πολυδιψία, η πολυφαγία, επειδή το σάκχαρο χάνεται με τα ούρα, το αίσθημα κόπωσης, η απώλεια βάρους και η ευερεθιστότητα. Η υπεργλυκαιμία και η γενική απορρύθμιση του μεταβολισμού ευνοούν τις μικροβιακές λοιμώξεις (δοθιήνωση). Με την παρέλευση των ετών προκαλούνται αλλοιώσεις στα περιφερικά νεύρα και στα τοιχώματα των αρτηριών, με αποτέλεσμα να εμφανιστούν αγγειακές νόσοι, όπως αμφιβληστροειδίτιδα, γάγγραινα των άκρων, στηθάγχη, εκφυλιστικές βλάβες του νεφρού κ.ά.Ο σακχαρώδης δ. κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης μπορεί να προκαλέσει προβλήματα τόσο στη μητέρα (προεκλαμψία, εκλαμψία, ευαισθησία στις μικροβιακές λοιμώξεις) όσο και στο έμβρυο (υψηλό βάρος γέννησης, θάνατος κατά τη γέννηση ή σύντομα μετά από αυτή, συγγενείς διαμαρτίες, αναπνευστικά προβλήματα, υπογλυκαιμία). Για τον λόγο αυτό οι έγκυες πρέπει να εξετάζονται ακόμη και για υποκλινική μορφή σακχαρώδη δ., που ανιχνεύεται με την καμπύλη σακχάρου.Ο σακχαρώδης δ. διακρίνεται σε δύο μεγάλες κατηγορίες: 1) τον εξαρτώμενο από την ινσουλίνη, που εμφανίζεται σε άτομα παιδικής και εφηβικής ηλικίας, με απότομη έναρξη των κλινικών εκδηλώσεων και τάση οξέωσης. Οφείλεται σε αυτοάνοση καταστροφή των παγκρεατικών κυττάρων που παράγουν ινσουλίνη. Η κληρονομική προδιάθεση είναι σαφής. Αντιμετωπίζεται με κατάλληλη διατροφή και ενέσεις ινσουλίνης. 2) Τον μη εξαρτώμενο από την ινσουλίνη, που εισβάλλει σταδιακά και προσβάλλει άτομα ηλικίας άνω των 40 ετών. Η κληρονομική προδιάθεση παίζει επίσης ρόλο, αλλά η αποφυγή της παχυσαρκίας και της καθιστικής ζωής μπορεί να αποτρέψει την εκδήλωση της νόσου. Η ρύθμιση του επιπέδου της γλυκόζης στο αίμα επιτυγχάνεται συνήθως μόνο με την κατάλληλη δίαιτα και, αν κριθεί αναγκαίο, με αντιδιαβητικά φάρμακα από το στόμα ή σπάνια με ινσουλίνη.Η σύγχρονη και μελλοντική έρευνα εστιάζεται στην πλήρη αποσαφήνιση του κληρονομικού παράγοντα, στην ανακάλυψη φαρμάκων που προστατεύουν το πάγκρεας από την αυτοκαταστροφή του, στην κατασκευή τεχνητού παγκρέατος κλπ.Προδιάθεση στον δ. έχει ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού (50-60% των ανθρώπων), αλλά σε λίγους εκδηλώνεται η νόσος. Έτσι γίνονται προσπάθειες διάγνωσης της προδιάθεσης και πρόληψη με αρκετή επιτυχία.Ο άποιος δ. είναι μια παθολογική κατάσταση που οφείλεται σε βλάβη του συστήματος υποθάλαμος-υπόφυση, κατά την οποία, εξαιτίας ανεπαρκούς παραγωγής αντιδιουρητικής ορμόνης που εκκρίνεται από την υπόφυση, αποβάλλονται μεγάλες ποσότητες ούρων (που υπερβαίνουν και τα 10 λίτρα ημερησίως) με επακόλουθο την πολυδιψία. Θεραπευτικά αντιμετωπίζεται με χορήγηση αντιδιουρητικής ορμόνης. Ο νεφρικός δ., αντίθετα, είναι συγγενής νόσος κατά την οποία τα ούρα περιέχουν σάκχαρο, ενώ ο μεταβολισμός των υδατανθράκων είναι φυσιολογικός. Αυτό οφείλεται σε αδυναμία του νεφρού που συγκρατεί το σάκχαρο του αίματος και ειδικότερα, σε αδυναμία επαναρρόφησης του σακχάρου από τα νεφρικά σωληνάρια.διαβητική αμφιβληστροειδοπάθεια. Διαταραχή που προκαλεί αιμορραγία των τριχοειδών αγγείων του αμφιβληστροειδή χιτώνα και, αν δεν θεραπευθεί, μπορεί να οδηγήσει σε τύφλωση. Είναι μια επιπλοκή του σακχαρώδους δ.διαβητική πάρεση του στομάχου. Επιπλοκή μη ρυθμισμένου σακχαρώδους δ., κατά την οποία το στομάχι αδυνατεί να εκκενωθεί φυσιολογικά, λόγω εκφυλισμού των νεύρων που ελέγχουν τη λειτουργία του.
Οι μηχανισμοί της σακχαρουρίας στον νεφρικό (Β) και στον σακχαρώδη (Γ) διαβήτη. Υπό φυσιολογικές συνθήκες (Α) το σάκχαρο δεν περνάει στα ούρα, γιατί η ποσότητά του στο αίμα (1) βρίσκεται κάτω από τον νεφρικό ουδό αποβολής: (2) όλο το σάκχαρο της νεφρικής αρτηρίας (3) επιστρέφει στους ιστούς (4). Στον νεφρικό διαβήτη (Β) το σάκχαρο του αίματος είναι φυσιολογικό, υπάρχει όμως σακχαρουρία γιατί είναι χαμηλός ο νεφρικός ουδός αποβολής, επειδή δεν γίνεται η σωληναριακή αναρρόφηση, και γι’ αυτό το σάκχαρο αποβάλλεται με τα ούρα. Στον σακχαρώδη διαβήτη (Γ) η ποσότητα του σακχάρου στο αίμα αυξάνεται, επειδή δεν το καταναλώνουν οι ιστοί· ανεβαίνει έτσι επάνω από τον νεφρικό ουδό αποβολής και αποβάλλεται με τα ούρα.
Αλλοιώσεις των αιμοφόρων αγγείων του αμφιβληστροειδούς (διαβητική αμφιβληστροειδίτιδα) ασθενούς από σακχαρώδη διαβήτη.
IIΜικροφωτογραφία ηπατικού ιστού από ασθενή που πάσχει από χαλκόχρωμο διαβήτη (αιμοχρωμάτωση)· όλα σχεδόν τα κύτταρα είναι γεμάτα από χρωστικές που περιέχουν σίδηρο (αιμοφουξίνη και αιμοσιδηρίνη) και έχουν μορφή κόκκων χρώματος κόκκινου-καφέ.
(Μαθημ.). Όργανο με το οποίο χαράσσεται περιφέρεια κύκλου στο επίπεδο. Στη στοιχειώδη γεωμετρία η λύση κάθε προβλήματος απαιτεί τη χρήση δύο γεωμετρικών οργάνων: του δ. (για τη χάραξη των κύκλων) και του κανόνα (για τη χάραξη ευθύγραμμων τμημάτων). Ως γεωμετρία του δ. χαρακτηρίζεται η γεωμετρία που χρησιμοποιεί ως μοναδικό όργανο τον δ. (όχι και τον κανόνα). Έχει αποδειχθεί ότι κάθε γεωμετρικό πρόβλημα που μπορεί να επιλυθεί με κανόνα και δ., μπορεί να επιλυθεί και μόνο με τον δ., χωρίς οι σχετικές κατασκευές να αποβούν πολύ περίπλοκες. Αντίθετα, δεν είναι δυνατή η επίλυση κάθε προβλήματος που μπορεί να λυθεί με κανόνα και δ. μόνο με τον κανόνα. Με κανόνα και δ. λύνονται, παραδείγματος χάριν, τα προβλήματα της διχοτόμησης της γωνίας, της κατασκευής μεσοκαθέτου ενός ευθύγραμμου τμήματος, της κατασκευής ισόπλευρου τριγώνου, τετραγώνου, κανονικού πενταγώνου, κανονικού εξαγώνου, δεκαγώνου και δεκαπενταγώνου. Υπάρχουν γεωμετρικά προβλήματα η λύση των οποίων δεν είναι δυνατή με χρήση μόνο του δ. και του κανόνα, όπως η τριχοτόμηση γωνίας, ο διπλασιασμός του κύβου, ο τετραγωνισμός του κύκλου κ.ά.Διάφοροι τύποι διαβήτη. Με το όργανο αυτό χαράσσονται στο επίπεδο περιφέρειες κύκλου.
* * *ο (κατά τον Ησύχιο και διαβάτης) (ΑΝ) [διαβαίνω]όργανο χάραξης κύκλων και σύγκρισης μικρών διαστημάτωννεοελλ.1. «σακχαρώδης διαβήτης» — νόσος που προκαλείται από τη διαταραχή τού μεταβολισμού τών υδατανθράκων, με αποτέλεσμα την αύξηση τού σακχάρου στο αίμα και την εμφάνιση σακχάρου στα ούρα2. φρ. «τά πάει όλα με τον διαβήτη» — ενεργεί με περίσκεψη και ακρίβειααρχ.σίφωνας για την άντληση και μετάγγιση υγρών.
Dictionary of Greek. 2013.